Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως είναι ο 4ος πιο συχνός καρκίνος στον άνδρα και ο 8ος πιο συχνός καρκίνος στη γυναίκα. Το 75% των καρκίνων αυτών αφορά σε μη διηθητικό (επιφανειακό) καρκίνωμα αρχικού σταδίου. Το καρκίνωμα in situ (Cis) της ουροδόχου κύστεως μπορεί να εμφανισθεί είτε ως μεμονωμένος όγκος, είτε να συνυπάρχει με κάποιον άλλο θηλωματώδη όγκο. Για τη διάγνωσή του βασικά εργαλεία αποτελούν η κυστεοσκόπηση, η βιοψία και η κυτταρολογική ούρων.

Ο  καρκίνος της κύστεως είναι  δυνατόν να εμφανισθεί σε όλες τις ηλικίες, αλλά είναι  συχνότερος στην 6η και 7η δεκαετία, με μέσο όρο ηλικίας κατά τη  διάγνωση τα  69  έτη για τους άνδρες και τα  71  έτη  για τις  γυναίκες.

Έχει  βρεθεί ότι το 20%  των καρκίνων της ουροδόχου κύστεως οφείλονται σε έκθεση σε  παράγοντες που έχουν σχέση με την εργασία. Η  ανάπτυξη της νόσου κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι πολύ βραδεία (30 – 50 έτη). Έχουν ενοχοποιηθεί κυρίως οι αρωματικές αμίνες, οι βαφές  ανιλίνης, οι αλδεϋδες και άλλες  χημικές ουσίες, με αποτέλεσμα επαγγέλματα με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου να  είναι η εργασία σε αυτοκινητοβιομηχανίες, σε καθαριστήρια ρούχων, σε  εργοστάσια  χάρτου, σε  βαφεία,  σε  βυρσοδεψία  και  πολλές  άλλες  κατηγορίες επαγγελμάτων  που εκτίθενται σε οργανικά  χημικά. Έχει βρεθεί ότι οι  καπνιστές έχουν τετραπλάσια πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου της  κύστεως σε σχέση με  τους μη καπνιστές. Ο κίνδυνος  ανάπτυξης όγκου σχετίζεται με τον  αριθμό των τσιγάρων, τη  διάρκεια του καπνίσματος σε έτη  και το ποσό του καπνού που εισπνέεται.  Επίσης, οι  πρώην καπνιστές έχουν  έναν κάπως μειωμένο κίνδυνο  να αναπτύξουν καρκίνο σε σχέση με τους ενεργούς  καπνιστές. Η χρόνια  κυστίτιδα που προκαλείται από την ύπαρξη καθετήρα καθώς και από την  παρουσία λίθων έχει συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης πλακώδους καρκίνου  της κύστεως. Επίσης, η κυστίτις  που προκαλείται από το  Schistosoma haematobium ενοχοποιείται για την ανάπτυξη καρκίνου της κύστεως. Τέλος, σε  ορισμένες μελέτες έχουν ενοχοποιηθεί οι λοιμώξεις από HPV και  άλλους ιούς, αλλά τα ευρήματα των μελετών αυτών είναι αντικρουόμενα.

Το  πρώτο και σπουδαιότερο σύμπτωμα του καρκίνου της ουροδόχου κύστεως  είναι η ανώδυνος περιοδική αιματουρία. Το  25% των  ασθενών με Cis είναι ασυμπτωματικοί, ενώ το 85% αυτών εμφανίζει μικροσκοπική ανώδυνη αιματουρία. Το  δεύτερο από τα συμπτώματα είναι συνήθως τα έντονα κυστικά ενοχλήματα (δυσουρία, καύσος κατά την ούρηση, επιτακτική ούρηση), που πολλές φορές μπορεί να δημιουργήσουν σύγχυση υποδυόμενα κυστίτιδα, διάμεση κυστίτιδα ή προστατική  συνδρομή. Για  το λόγο αυτό, οι ασθενείς με επίμονα κυστικά  ενοχλήματα και με στείρα καλλιέργεια ούρων πρέπει να υποβάλλονται σε κυτταρολογική εξέταση ούρων, κυστεοσκόπηση και βιοψίες από τις ύποπτες περιοχές της ουροδόχου κύστεως.