O Δρ. Μιχαήλ Χρυσοφός για τον καρκίνο της ουροδόχου κύστεως στο WE24.gr

Η συγγραφέας-δημοσιογράφος, Ιωάννα Λάκα, επισκέφθηκε στο ΠΓΝ – ΑΤΤΙΚΟΝ τον αναπληρωτή καθηγητή Ουρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δρ. Μιχαήλ Χρυσοφό (MD, PhD) και μίλησαν για ένα θέμα που ενδιαφέρει πολλούς, τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης.

– Τι είναι ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως και πόσο συχνά εμφανίζεται;
“Τα νεοπλάσματα της ουροδόχου κύστεως παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφενός λόγω της βιολογικής τους συμπεριφοράς που άλλοτε είναι λιγότερο και άλλοτε περισσότερο επιθετική και αφετέρου λόγω της συχνότητάς τους. Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως είναι ο 4ος πιο συχνός καρκίνος στον άνδρα και ο 8ος πιο συχνός καρκίνος στη γυναίκα. Είναι δυνατόν να εμφανισθεί σε όλες τις ηλικίες, ως ο 2ος σε συχνότητα καρκίνος του ουροποιητικού συστήματος, αλλά είναι συχνότερος στην 6η και 7η δεκαετία της ζωής. Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως εμφανίζεται με 2 βασικές μορφές: τη μη διηθητική ή πιο γνωστά την επιφανειακή και τη διηθητική. Η διαίρεση αυτή έχει μεγάλη σημασία γιατί βάση αυτής διαφοροποείται τόσο η θεραπεία όσο και η πρόγνωση. Όσο πιο γρήγορα διαπιστωθεί η παρουσία του καρκίνου και όσο λιγότερο επιθετικός είναι, τόσο μειώνεται η επικινδυνότητά του και αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής του ασθενή”.

– Ποια είναι τα αίτια εμφάνισης και ποια τα συμπτώματα;
“Η προδιάθεση για την ανάπτυξη καρκίνου της κύστεως πιθανόν να οφείλεται στην αλληλεπίδραση ποικίλων παραγόντων τόσο ξενιστικών όσο και περιβαλλοντολογικών. Φαίνεται ότι οι μεν πρώτοι προδιαθέτουν στην ανάπτυξη διηθητικών, οι δε δεύτεροι στην ανάπτυξη των λιγότερο επιθετικών μορφών. Έχει βρεθεί ότι το 20% των καρκίνων της ουροδόχου κύστεως οφείλονται σε έκθεση σε παράγοντες που έχουν σχέση με την εργασία. Η ανάπτυξη της νόσου κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι πολύ βραδεία (30 – 50 έτη). Έχουν ενοχοποιηθεί κυρίως οι αρωματικές αμίνες, οι βαφές ανιλίνης, οι αλδεΰδες και άλλες χημικές ουσίες, με αποτέλεσμα επαγγέλματα με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου να είναι η εργασία σε αυτοκινητοβιομηχανίες, σε καθαριστήρια ρούχων, σε εργοστάσια χαρτιού, σε βαφεία, σε βυρσοδεψία και πολλές άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων που εκτίθενται σε οργανικά χημικά. Επίσης, έχει βρεθεί ότι οι καπνιστές έχουν τετραπλάσια πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου της κύστεως σε σχέση με τους μη καπνιστές. Η χρόνια κυστίτιδα που προκαλείται από την ύπαρξη καθετήρα καθώς και από την παρουσία λίθων έχει συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης πλακώδους καρκίνου της κύστεως. Επίσης, η κυστίτιδα που προκαλείται από το Schistosoma haematobium ενοχοποιείται για την ανάπτυξη καρκίνου της κύστεως.

Το πρώτο και σπουδαιότερο σύμπτωμα του καρκίνου της ουροδόχου κύστεως είναι η ανώδυνος περιοδική αιματουρία. Το 25% των ασθενών είναι ασυμπτωματικοί, ενώ το 85% αυτών εμφανίζει μακροσκοπική ανώδυνη αιματουρία. Το δεύτερο από τα συμπτώματα είναι συνήθως τα έντονα κυστικά ενοχλήματα (δυσουρία, καύσος κατά την ούρηση, επιτακτική ούρηση), που πολλές φορές μπορεί να δημιουργήσουν σύγχυση υποδυόμενα κυστίτιδα, διάμεση κυστίτιδα ή προστατική συνδρομή. Σε ποσοστό 20% γίνεται η διάγνωση ως αποτέλεσμα τυχαίου ευρήματος από διαγνωστικές εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις π.χ. Γενική ούρων με μικροσκοπική αιματουρία, υπερηχογράφημα ουροδόχου λόγω φλεγμονής κλπ”.

– Πώς αντιμετωπίζεται ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως;
“Η θεραπεία του καρκίνου της ουροδόχου κύστεως απαιτεί μια μακροχρόνια παρακολούθηση λόγω των συχνών υποτροπών και γενικά της απρόβλεπτης εξέλιξης της νόσου. Επειδή ο καρκίνος της ουροδόχου κύστεως είτε μπορεί να μην είναι ορατός ενδοσκοπικά ή επειδή οι ορατές βλάβες μπορεί να έχουν ασαφή όρια, η διουρηθρική εκτομή του όγκου πολλές φορές δεν αποτελεί την οριστική θεραπεία του. Επίσης, λόγω της μεγάλης διηθητικής ικανότητας αυτών των όγκων, η ριζική κυστεκτομή αποτελεί την ιδανική θεραπευτική προσέγγιση του διηθητικού καρκίωου της κύστεως. Η τεχνολογική εξέλιξη των ενδοσκοπικών οργάνων και χειρουργικών εργαλείων, καθώς και η ύπαρξη χημειοθεραπευτικών και ανοσοθεραπευτικών φαρμάκων φαρμάκων για ενδοκυστική έγχυση, ιδιαίτερα του BCG, άλλαξε ριζικά τη θεραπευτική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των μη διηθητικών όγκων της ουροδόχου κύστεως”.

– Τι είναι η μετεγχειρητική ενδοκυστική χημειοθεραπεία;
“Η μετεγχειρητική ενδοκυστική χημειοθεραπεία είναι όλα τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, στα οποία υποβάλλεται ο/η ασθενής με μη μυοδιηθητικό, αλλά επιθετικό καρκίνο της ουροδόχου κύστεως, μετά τη χειρουργική αντιμετώπιση. Περιλαμβάνει συγκεκριμένο αριθμό εβδομαδιαίων ή μηνιαίων θεραπειών που συνίστανται στην ενδοκυστική τοποθέτηση χημικοθεραπευτικής ουσίας (επιρουμπικίνη, φαρμορουμπικίνη, μυτομικίνη) ή ανοσοθεραπευτικής, δια μέσου διουρηθρικού καθετηριασμού της κύστεως και τη παραμονή της για σύντομο χρονικό διάστημα. Δύο σημαντικά χαρακτηριστικά του μη μυοδιηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστεως είναι η πολυεστιακότητα (δηλαδή η εμφάνιση του σε διαφορετικά σημεία εντός της κύστεως) και η υποτροπή. Γι’ αυτόν τον λόγο, κάθε ασθενής που πάσχει από αυτή τη νόσο, μετεγχειρητικά υποβάλλεται σε ενδοκυστικές εγχύσεις με ανοσοθεραπευτικά ή χημειοθεραπευτικά φάρμακα με σκοπό την αποφυγή της υποτροπής και την αύξηση των χρονικών ορίων έως της επανεμφάνισης όγκου. Στις μέρες μας, η μετεγχειρητική αυτή μέθοδος εμπλουτίζεται και από την υπερθερμική χημειοθεραπεία, μια πολλά υποσχόμενη θεραπεία”.

– Τι είναι η υπερθερμική χημειοθεραπεία;
“Η υπερθερμική χημειοθεραπεία, είναι μια μέθοδος ενδοκυστικής μετεγχειρητικής αγωγής, η οποία εφαρμόζεται σε ασθενείς υψηλού κινδύνου για εξέλιξη της νόσου σε μυοδιηθητικό καρκίνο αλλά και σε ασθενείς όπου δεν μπορεί να εφαρμοστεί η ανοσοθεραπεία με BCG ή εμφανίζουν ανθεκτικότητα σ’ αυτή. Η υπερθερμική χημειοθεραπεία, χρησιμοποιώντας μια ειδική συσκευή, η οποία αφενός θερμαίνει σε συγκεκριμένη θερμοκρασία το χημικό υλικό μας, αφετέρου το διαχέει ενδοκυστικά ώστε να καλύψει το 100% του κυστικού βλεννογόνου, μεγιστοποιεί τα οφέλη της έγχυσης του χημειοθεραπευτικού σκευάσματος, αυξάνοντας τη πρόληψή του από τα καρκινικά κύτταρα λόγω θερμότητας, με τις λιγότερες δυνατές επιπτώσεις στα υγιή κύτταρα του βλεννογόνου της ουροδόχου κύστεως”.